







L’aria del Pireo, in una bollente giornata dell’XI secolo – un’epoca in cui Bisanzio regnava e l’influenza araba portava in Grecia spezie esotiche e l’adorata melanzana – era densa del profumo salmastro del mare e del chiasso del porto. Ad Atene, non ancora la capitale splendente di oggi, ma un vivace crocevia di mercanti, filosofi strampalati e marinai barbuti, la taverna di Demetrio “Il Magnifico” era il cuore pulsante del quartiere. Demetrio, un oste con la pancia rotonda come un’anfora e la voce roca come le onde, si affannava dietro il bancone. I tavoli di legno erano pieni: c’era Eufrosyne, la pescivendola, chiacchierona e robusta, che sventolava un panno per scacciare le mosche e lamentava che “il pesce oggi è fresco, ma i mariti no!”; e poi c’era Aristotele, l’intellettuale fallito, che invece di studiare Platone, passava le giornate a bere Retsina e pontificare sulla superiorità delle cipolle tritate fini.
Quella sera, Demetrio aveva un problema: l’Imperatore aveva annunciato una visita a sorpresa e la dispensa era mezza vuota, col ragù di agnello, preparato con cipolla rosolata, carne macinata (agnello o manzo), sfumato con un sorso di vino rosso e cotto lentamente con pomodoro, cannella e una spolverata di noce moscata, che non bastava neanche per i gatti del porto. “Per la barba di Zeus!” urlò Demetrio, “L’Imperatore mangia per quattro! Ci vuole un piatto che riempia, che impressioni, che sembri regale, ma che costi poco!”. Aristotele, ubriaco e ispirato, batté il pugno sul tavolo: “Melanzane, Demetrio! Quelle che gli Arabi ci hanno portato, fritte a fette dorate e asciugate per bene! Sono economiche e fanno volume! E Patate, che riempiono e costano meno dell’oro!” Eufrosyne, con uno sguardo pratico, aggiunse: “E copri tutto, sciocco, con qualcosa di bianco! Una salsa spessa e ricca, che nasconda l’inganno!” Detto fatto, Demetrio si mise all’opera, la taverna trasformata in un frenetico laboratorio: le melanzane, tagliate a fette spesse, venivano fritte in olio d’oliva finché non diventavano morbide e dorate, poi le patate, anch’esse affettate e sbollentate o fritte per guadagnare tempo, facevano la loro comparsa. La Preparazione della Moussakà fu un atto di improvvisazione geniale: sul fondo di una teglia unta d’olio, Demetrio dispose un primo strato di patate, poi una robusta coperta di melanzane fritte; sopra, sparse metà del poco ragù rimasto, profumato di cannella e pomodoro, e una spolverata di formaggio locale grattugiato; un altro strato di melanzane per sigillare, seguito dal resto del ragù. Il colpo di genio, suggerito da Eufrosyne che aveva imparato a preparare una salsa “bianca” in un viaggio a Costantinopoli, fu l’aggiunta di una spessa Besciamella – un roux di burro e farina cotto con latte caldo, noce moscata e tuorli d’uovo, per renderla ricca e vellutata – versata generosamente come una coltre nevosa sull’ultimo strato, per poi cospargerla ancora di formaggio grattugiato per creare una crosta d’oro. Infornata nel forno a legna, la teglia sprigionò un profumo così inebriante da far smettere di litigare persino Eufrosyne e Aristotele. Quando l’Imperatore arrivò, stanco e affamato, Demetrio presentò il suo sformato dorato e cremoso. Un silenzio di beatitudine cadde sulla taverna mentre l’Imperatore affondava il cucchiaio nello strato succulento di carne e melanzane. “Cos’è questo piatto magnifico?” domandò, con la bocca piena. Demetrio, nel panico, guardò Eufrosyne che borbottò “Mus… Musakas!”, che in arabo significava qualcosa di freddo, ma al momento suonava esotico e importante. L’Imperatore annuì soddisfatto, ignaro dell’imbroglio culinario nato dalla necessità e dalla goliardia ateniese, e così il mitico Moussakà nacque, non come ricetta codificata, ma come un capolavoro dell’arte di arrangiarsi greco, che oggi sazia e delizia il mondo.
🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛🏛
Ο αέρας του Πειραιά, μια καυτή μέρα του ενδέκατου αιώνα –μια εποχή που το Βυζάντιο βασίλευε και η αραβική επιρροή έφερνε στην Ελλάδα εξωτικά μπαχαρικά και την λατρεμένη μελιτζάνα– ήταν βαρύς από την αλμυρή μυρωδιά της θάλασσας και τη φασαρία του λιμανιού. Στην Αθήνα, που δεν ήταν ακόμη η λαμπερή πρωτεύουσα του σήμερα, αλλά ένα ζωντανό σταυροδρόμι εμπόρων, εκκεντρικών φιλοσόφων και γενειοφόρων ναυτικών, η ταβέρνα του Δημήτριου «του Μεγαλοπρεπούς» ήταν η καρδιά της γειτονιάς.
Ο Δημήτριος, ένας ταβερνιάρης με στρογγυλή κοιλιά σαν αμφορέα και φωνή βραχνή σαν τα κύματα, τα έδινε όλα πίσω από τον πάγκο. Τα ξύλινα τραπέζια ήταν γεμάτα: υπήρχε η Ευφροσύνη, η ιχθυοπώλισσα, φλύαρη και ρωμαλέα, που κουνούσε ένα πανί για να διώξει τις μύγες και παραπονιόταν ότι «το ψάρι είναι φρέσκο σήμερα, αλλά οι άντρες όχι!». Και μετά ήταν ο Αριστοτέλης, ο αποτυχημένος διανοούμενος, που αντί να μελετάει τον Πλάτωνα, περνούσε τις μέρες του πίνοντας Ρετσίνα και φιλοσοφώντας για την υπεροχή των ψιλοκομμένων κρεμμυδιών.
Εκείνο το βράδυ, ο Δημήτριος είχε ένα πρόβλημα: ο Αυτοκράτορας είχε ανακοινώσει μια αιφνίδια επίσκεψη και η αποθήκη ήταν μισοάδεια, με τον αρνίσιο κιμά, που τον είχε ετοιμάσει με σοταρισμένο κρεμμύδι, κιμά (αρνίσιο ή μοσχαρίσιο), σβησμένο με μια γουλιά κόκκινο κρασί και σιγομαγειρεμένο με ντομάτα, κανέλα και μια πρέζα μοσχοκάρυδο, να μην φτάνει ούτε για τις γάτες του λιμανιού. «Για το μούσι του Δία!» ούρλιαξε ο Δημήτριος, «Ο Αυτοκράτορας τρώει για τέσσερις! Χρειάζεται ένα πιάτο που να χορτάσει, να εντυπωσιάσει, να φαίνεται βασιλικό, αλλά να κοστίζει λίγο!».
Ο Αριστοτέλης, μεθυσμένος και εμπνευσμένος, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι: «Μελιτζάνες, Δημήτριε! Αυτές που μας έφεραν οι Άραβες, τηγανισμένες σε χρυσές φέτες και καλά στραγγισμένες! Είναι οικονομικές και δίνουν όγκο! Και Πατάτες, που χορταίνουν και κοστίζουν λιγότερο από το χρυσάφι!». Η Ευφροσύνη, με πρακτικό βλέμμα, πρόσθεσε: «Και σκέπασέ τα όλα, ανόητε, με κάτι άσπρο! Μια παχιά, πλούσια σάλτσα, να κρύψει την απάτη!».
Αμέσως ο Δημήτριος έπιασε δουλειά, με την ταβέρνα να μετατρέπεται σε ένα ξέφρενο εργαστήριο: οι μελιτζάνες, κομμένες σε χοντρές φέτες, τηγανίζονταν σε ελαιόλαδο μέχρι να μαλακώσουν και να χρυσίσουν, ενώ οι πατάτες, επίσης κομμένες σε φέτες και βρασμένες ή τηγανισμένες για εξοικονόμηση χρόνου, έκαναν την εμφάνισή τους. Η Προετοιμασία της Μουσακά ήταν μια πράξη ευφυούς αυτοσχεδιασμού: στον πάτο ενός λαδωμένου ταψιού, ο Δημήτριος έστρωσε μια πρώτη στρώση πατάτες, μετά μια χορταστική κουβέρτα από τηγανητές μελιτζάνες. Από πάνω, έριξε το μισό από τον ελάχιστο κιμά που είχε απομείνει, αρωματισμένο με κανέλα και ντομάτα, και μια σκόνη τριμμένο τοπικό τυρί. Ένα άλλο στρώμα μελιτζάνες για να σφραγίσει, ακολουθούμενο από τον υπόλοιπο κιμά.
Η ιδιοφυής κίνηση, που υποδείχθηκε από την Ευφροσύνη η οποία είχε μάθει να φτιάχνει μια «άσπρη» σάλτσα σε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, ήταν η προσθήκη μιας παχιάς Μπεσαμέλ – ένα ρου από βούτυρο και αλεύρι μαγειρεμένο με ζεστό γάλα, μοσχοκάρυδο και κρόκους αυγού, για να γίνει πλούσια και βελούδινη – χυμένη γενναιόδωρα σαν ένα χιονένιο πέπλο πάνω από την τελευταία στρώση, για να την πασπαλίσει στη συνέχεια με τριμμένο τυρί για να δημιουργήσει μια χρυσή κρούστα.
Ψημένο στον ξυλόφουρνο, το ταψί ανέδιδε ένα τόσο μεθυστικό άρωμα που έκανε ακόμη και την Ευφροσύνη και τον Αριστοτέλη να σταματήσουν να μαλώνουν. Όταν έφτασε ο Αυτοκράτορας, κουρασμένος και πεινασμένος, ο Δημήτριος του παρουσίασε το χρυσό και κρεμώδες φαγητό του. Μια σιωπή ευδαιμονίας έπεσε στην ταβέρνα καθώς ο Αυτοκράτορας βύθιζε το κουτάλι του στη ζουμερή στρώση κρέατος και μελιτζάνας. «Τι είναι αυτό το υπέροχο πιάτο;» ρώτησε, με γεμάτο το στόμα.
Ο Δημήτριος, πανικοβλημένος, κοίταξε την Ευφροσύνη που μουρμούρισε «Μους… Μουσακάς!», που στα αραβικά σήμαινε κάτι κρύο, αλλά εκείνη τη στιγμή ακουγόταν εξωτικό και σημαντικό. Ο Αυτοκράτορας κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος, αγνοώντας τη μαγειρική απάτη που γεννήθηκε από την ανάγκη και την αθηναϊκή φιλοφρόνηση, και έτσι ο μυθικός Μουσακάς γεννήθηκε, όχι ως κωδικοποιημένη συνταγή, αλλά ως ένα αριστούργημα της ελληνικής τέχνης του αρρατζάρισματος (της τέχνης του να τα βγάζεις πέρα), που σήμερα χορταίνει και απολαμβάνει ο κόσμος.
Θα ήθελες να μεταφράσω κάποιο συγκεκριμένο μέρος της ιστορίας με πιο αρχαίο ή λογοτεχνικό ύφος, ή μήπως να ψάξω για τη σημασία άλλων λέξεων;

Se puoi lascia un’emozione sarà la benvenuta